ψευδεπίγραφα

ψευδεπίγραφα
ψευδεπίγραφος
with false superscription
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ψευδοϊουστίνος — Ψευδεπίγραφα έργα, 7 τον αριθμό, που αποδίδονται στον μάρτυρα Ιουστίνο, απολογητικά του χριστιανισμού …   Dictionary of Greek

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Апокрифы и сказания о Данииле — – цикл переводных апокрифических сочинений. В их основе лежит библейская книга пророка Даниила и толкования на нее Ипполита. И. Евсеев (см. его работы: 1) Книга пророка Даниила в древнеславянском переводе: Введение и тексты. М., 1905; 2)… …   Словарь книжников и книжности Древней Руси

  • писаниѥ — ПИСАНИ|Ѥ (1050), ˫А с. 1.Действие по гл. писати в 1 знач.: ина многа чюдеса створивъ. памѧ(т) писанию достоина. ПрЛ 1282, 82б; Бѣ нѣкто ди˫аконъ въ ѥп(с)пии. именемь савинъ. имыи ремество книжноѥ писаниѥ. ПНЧ 1296, 24 об.; ѡхъ мне лихого сего… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PENTECOSTE — Graece Πεντηκοςτη, i. e. quinquagesima, subintellige dies, quod quinquagesimâ die, post 16. mensis Nisan, quae δευτέρα τοῦ Πάχα, secunda erat a Pascha, celebraretur, nomen fuit unius ex tribus praecipuis Israelitarum Festis. Institutio eius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ψευδολουκιανός — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί διάφοροι συγγραφείς, των οποίων τα έργα αποδίδονταν άλλοτε στον Λουκιανό τον Σαμοσατέα. Τα γνωστότερα ψευδεπίγραφα αυτά έργα είναι ο διάλογος Φιλόπατρις, που ειρωνεύεται τον χριστιανισμό και ανήκει σε κάποιο σοφιστή …   Dictionary of Greek

  • απόκρυφος — η, ο (AM ἀπόκρυφος, ον) Ι. 1. ο κρυφός, ο μυστικός 2. ο άρρητος, ο εσωτερικός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Απόκρυφα ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυστικό …   Dictionary of Greek

  • ψευδεπίγραφος — η, ο / ψευδεπίγραφος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για κείμενα) αυτός που ψευδώς αποδίδεται σε έναν συγγραφέα, που θεωρείται έργο του χωρίς να είναι, νόθος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψευδεπίγραφα εκκλ. (στην Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία)… …   Dictionary of Greek

  • Κλεοβουλίνη — (6ος αι. π.Χ.). Ποιήτρια από τη Λίνδο της Ρόδου. Ήταν κόρη του Κλεόβουλου, ενός από τους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας. Είχε συνθέσει έμμετρους γρίφους και αινίγματα, ενώ οι ποιητικές της συνθέσεις θεωρήθηκαν από πολλούς φιλολόγους ως ψευδεπίγραφα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”